καταχώριση
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
ή
1. η εγγραφή σε βιβλίο, λογιστικό πίνακα, κατάστιχο ή λογαριασμό («καταχώριση δαπανών στα λογιστικά βιβλία»)
2. δημοσίευση σε εφημερίδα, περιοδικό κ.λπ. («έγινε η καταχώριση της αγγελίας στην εφημερίδα»)
3. συνεκδ. το ίδιο το δημοσίευμα (αγγελία, άρθρο κ.λπ.)
4. (πληροφ.) α) η λειτουργία εναποθήκευσης πληροφοριών σε κατάλληλο υλικό φορέα
β) το σύνολο τών πληροφοριών το οποίο υπόκειται σε ομαδικό χειρισμό κατά την επικοινωνία μεταξύ συγκροτημάτων ενός υπολογιστή ή κατά την επεξεργασία στα πλαίσια ενός προγράμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταχωρίζω. Η λ. στον τ. καταχώρησις μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή].