κεραμουργικός

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

-ή, -ό κεραμουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμουργό ή στην κεραμουργία («κεραμουργικές εργασίες»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμουργική
η κεραμοποιία.