τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
κέμων: ὁ, ἑτερόφθαλμος, Ἡσύχ., πρβλ. κελλός.
κέμων, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ετερόφθαλμος».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. ενός τ. κέλλων (βλ. λ. κελλάς)].