Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
το1. σύνολο οκνηρών και παράσιτων ανθρώπων2. ο τόπος στον οποίο ζουν οκνηρά άτομα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηφήνας + κατάλ. -αρειό (πρβλ. γυφτ-αρειό, τεμπελ-αρειό)].