κοπέας

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

ο (Α κοπεύς, -έως) κοπή
1. αυτός που κόβει κάτι
2. αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., κοπίδι
αρχ.
1. ξυλουργός
2. ελαιοτρίβης
3. η σμίλη του λιθοξόου, το γλύφανο του γλύπτη («καὶ μοχλία καὶ γλυφεῑα καὶ κοπέας», Λουκιαν.).