ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
ο, θηλ. κοπαδιάρα κοπάδι1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοπάδι2. ως ουσ. ο ιδιοκτήτης κοπαδιού.