κοντολογώ

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

-άω και κοντολογίζω (Μ κοντολογῶ, -άω)
νεοελλ.
μιλώ σύντομα, λέω κάτι με λίγα λόγια
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κοντολογημένος, -η, -ον
σύντομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -λογώ (< -λόγος < λόγος < λέγω), πρβλ. μωρο-λογώ, πολυ-λογώ].