κορφολόγημα
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
και κορυφολόγημα, το
(γεωπ.) το κόψιμο τών κορυφών τών βλαστών και τών άκρων τών κλαδιών σε ορισμένα καλλιεργούμενα φυτά που αποσκοπεί στη βελτίωση της καρποφορίας, στην επιτάχυνση της συγκομιδής, στο μεγάλωμα τών φύλλων ή που γίνεται για καλλωπιστικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφολογώ / κορυφολογώ].