ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
ηη κατάσταση του κουφού, κωφότητα ή βαρηκοΐα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφός + -αμάρα (πρβλ. κουτ-αμάρα, μουγγ-αμάρα)].