κουτσούρεμα
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
το κουτσουρεύω
1. αποκοπή, ακρωτηριασμός
2. μείωση, περιορισμός, περικοπή.
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
το κουτσουρεύω
1. αποκοπή, ακρωτηριασμός
2. μείωση, περιορισμός, περικοπή.