τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one
κούτσουρο1. κόβω τους κλάδους δένδρου2. μτφ. αποκόπτω, ακρωτηριάζω, κολοβώνω3. μειώνω, περιορίζω («κουτσούρεψαν τους μισθούς»).