ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
κούτσουρο1. κόβω τους κλάδους δένδρου2. μτφ. αποκόπτω, ακρωτηριάζω, κολοβώνω3. μειώνω, περιορίζω («κουτσούρεψαν τους μισθούς»).