κουτσουρεύω

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

κούτσουρο
1. κόβω τους κλάδους δένδρου
2. μτφ. αποκόπτω, ακρωτηριάζω, κολοβώνω
3. μειώνω, περιορίζω («κουτσούρεψαν τους μισθούς»).