Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
-η, -ο (Μ κρασάτος, -η, -ον) κρασί
(για φαγητό) μαγειρεμένος με κρασί («χταπόδι κρασάτο»)
νεοελλ.
αυτός που έχει το χρώμα του κρασιού και ιδίως του μαύρου κρασιού, βαθυκόκκινος.