ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
-η, -ο (Μ κρασάτος, -η, -ον) κρασί
(για φαγητό) μαγειρεμένος με κρασί («χταπόδι κρασάτο»)
νεοελλ.
αυτός που έχει το χρώμα του κρασιού και ιδίως του μαύρου κρασιού, βαθυκόκκινος.