κρασάτος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κρασάτος, -η, -ον) κρασί
(για φαγητό) μαγειρεμένος με κρασίχταπόδι κρασάτο»)
νεοελλ.
αυτός που έχει το χρώμα του κρασιού και ιδίως του μαύρου κρασιού, βαθυκόκκινος.