κρανιεκτομή

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

η
ιατρ.
1. πλήρης απόσπαση ενός κρανιακού κρημνού κατά τη διάρκεια νευροχειρουργικών επεμβάσεων
2. ειδική εγχείρηση που συνίσταται στην αφαίρεση ενός τμήματος του θόλου του κρανίου ή λωρίδων οστού από τις μετωποκροταφικές χώρες με σκοπό να καταστεί δυνατή η ελεύθερη ανάπτυξη του εγκεφάλου σε περιπτώσεις πρόωρης συνοστέωσης τών ραφών του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniectomie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -ectomie (< λατ. -ectomia < ἐκτομή)].