Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
κρεισσῶ, -όω (AM) κρείσσων1. κρεισσονεύω2. κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, δίνω υπεροχή.