κρεισσώ

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

κρεισσῶ, -όω (AM) κρείσσων
1. κρεισσονεύω
2. κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, δίνω υπεροχή.