ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
κρεισσῶ, -όω (AM) κρείσσων1. κρεισσονεύω2. κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, δίνω υπεροχή.