κρούμα

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

κροῡμα, τὸ (Α) κρούω
1. κρούση, χτύπημα
2. τόνος ή νότα που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ δίκαιος ἀμείνων κοινωνὸς τοῡ κιθαριστικοῡ, ὥσπερ ό κιθαριστικὸς τοῡ δικαίου εἰς κρουμάτων;», Πλάτ.
β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)
3. μελωδία («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.).