κυκλάμινο
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
Greek Monolingual
το (Μ κυκλάμινον)
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας πριμουλίδες, με πλατιά καρδιόσχημα φύλλα και άνθη λευκά ή ροδόχροα, το οποίο φύεται στα δάση και καλλιεργείται συνήθως ως διακοσμητικό
2. το άνθος του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κυκλάμινος, με αλλαγή γένους].