κυρτοβόλος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυρτοβόλος Medium diacritics: κυρτοβόλος Low diacritics: κυρτοβόλος Capitals: ΚΥΡΤΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: kyrtobólos Transliteration B: kyrtobolos Transliteration C: kyrtovolos Beta Code: kurtobo/los

English (LSJ)

ὁ, (κύρτος)

   A fisherman, -βόλων συνεργασία, Μους. Σμυρν.1873/5.65 (Smyrna).

Greek Monolingual

κυρτοβόλος, ὁ (Α)
ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ-βόλος, δισκο-βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημ.].