ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
Κυπρόθεν(ν) (Α) επίρρ. από την Κύπρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύπρος + -θεν, επιρρμ. κατάλ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση].