κωδίκελλος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
ο (AM κωδίκελλος, Α και κωδίκιλλος)
διάταξη τελευταίας βούλησης του διαθέτη, η οποία συμπληρώνει ή τροποποιεί τη διαθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. codic-illus, υποκορ. του codex «δέλτος»].