κωράλιον
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
παιδάριον, κόριον, Hsch.; cf. κοράλλιον.
German (Pape)
[Seite 1547] τό, od. κωράλλιον, = κοράλλιον, Koralle, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κωράλιον: ἴδε ἐν λέξ. κοράλλιον.
Greek Monolingual
κωράλ(λ)ιον, τὸ (Α)
βλ. κοράλλι.