κυμβαλίστρια
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ἡ, fem. of foreg., Lat.
A cymbalistria, Petron. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβᾰλίστρια: ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ προηγ., cympalistria, Πετρών. 22.
Greek Monolingual
η (Α κυμβαλίστρια)
βλ. κυμβαλιστής.