μετατρεψιμότητα

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source

Greek Monolingual

η μετατρέψιμος
1. (γενικά) η δυνατότητα μετατροπής
2. (οικον.) η δυνατότητα ανταλλαγής του νομίσματος μιας χώρας με χρυσό ή με νομίσματα άλλων χωρών ή με οποιοδήποτε άλλο μέσον διεθνών ανταλλαγών («η μετατρεψιμότητα διευκολύνει τις διεθνείς συναλλαγές»).