μετατρεψιμότητα
From LSJ
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
Greek Monolingual
η μετατρέψιμος
1. (γενικά) η δυνατότητα μετατροπής
2. (οικον.) η δυνατότητα ανταλλαγής του νομίσματος μιας χώρας με χρυσό ή με νομίσματα άλλων χωρών ή με οποιοδήποτε άλλο μέσον διεθνών ανταλλαγών («η μετατρεψιμότητα διευκολύνει τις διεθνείς συναλλαγές»).