λαιμοτόμας
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
α, ὁ,
A throat-cutter, prob. cj. for -τόμος, Περσεύς E.El.459 (lyr.).
Greek Monolingual
λαιμοτόμας, ὁ. (Α)
λαιμοτόμος, αυτός που κόβει το λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τόμας (< τέμνω)].