λαιμοτόμας
From LSJ
English (LSJ)
α, ὁ, throat-cutter, prob. cj. for -τόμος, Περσεύς E.El.459 (lyr.).
Greek Monolingual
λαιμοτόμας, ὁ. (Α)
λαιμοτόμος, αυτός που κόβει το λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τόμας (< τέμνω)].
Full diacritics: λαιμοτόμας | Medium diacritics: λαιμοτόμας | Low diacritics: λαιμοτόμας | Capitals: ΛΑΙΜΟΤΟΜΑΣ |
Transliteration A: laimotómas | Transliteration B: laimotomas | Transliteration C: laimotomas | Beta Code: laimoto/mas |
α, ὁ, throat-cutter, prob. cj. for -τόμος, Περσεύς E.El.459 (lyr.).
λαιμοτόμας, ὁ. (Α)
λαιμοτόμος, αυτός που κόβει το λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τόμας (< τέμνω)].