λακκάκι

From LSJ
Revision as of 07:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

το
1. μικρός λάκκος
2. μικρή κοιλότητα, μικρό βαθούλωμα («έχει ένα λακκάκι στο πιγούνι του»)
3. στον πληθ. τα λακκάκια τα μικρά βαθουλώματα που σχηματίζονται στα μάγουλα κάποιου όταν γελάει, οι γελασίνοι.