λακκάκι
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
το
1. μικρός λάκκος
2. μικρή κοιλότητα, μικρό βαθούλωμα («έχει ένα λακκάκι στο πιγούνι του»)
3. στον πληθ. τα λακκάκια τα μικρά βαθουλώματα που σχηματίζονται στα μάγουλα κάποιου όταν γελάει, οι γελασίνοι.