λακκάκι

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

το
1. μικρός λάκκος
2. μικρή κοιλότητα, μικρό βαθούλωμα («έχει ένα λακκάκι στο πιγούνι του»)
3. στον πληθ. τα λακκάκια τα μικρά βαθουλώματα που σχηματίζονται στα μάγουλα κάποιου όταν γελάει, οι γελασίνοι.