ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
λαμπροκάρκαλλον, τὸ (Μ)πολυτελές φόρεμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + κάρκαλλο < καράκαλλον «είδος ενδύματος»].