λαμπικάρισμα
From LSJ
Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich
Greek Monolingual
το λαμπικαρίζω
1. απόσταξη, διΰλιση
2. διαυγασμός, τέλειος καθαρισμός.