λαχανοκόμος

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ο
αυτός που καλλιεργεί κηπευτικά λάχανα με επιστημονική μέθοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + -κόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].