Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(AM λειοποιῶ, -έω)κάνω κάτι λείο, λειαίνωμσν.-αρχ.κοπανίζω κάτι και το μεταβάλλω σε σκόνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + ποιῶ].