λειοποιώ

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

(AM λειοποιῶ, -έω)
κάνω κάτι λείο, λειαίνω
μσν.-αρχ.
κοπανίζω κάτι και το μεταβάλλω σε σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + ποιῶ].