λειοποιώ

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

(AM λειοποιῶ, -έω)
κάνω κάτι λείο, λειαίνω
μσν.-αρχ.
κοπανίζω κάτι και το μεταβάλλω σε σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + ποιῶ].