λεπτολογικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που γίνεται με λεπτολογία, λεπτομερειακός, αναλυτικός, εξονυχιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
-ή, -ό
αυτός που γίνεται με λεπτολογία, λεπτομερειακός, αναλυτικός, εξονυχιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].