λεπτολογικός
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που γίνεται με λεπτολογία, λεπτομερειακός, αναλυτικός, εξονυχιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].