λουστραρίζω
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
Greek Monolingual
λουστράρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του λουστράρω, σχηματισμένος από τον αόρ. ἐλουστράρησα (πρβλ. λουστράρω, ἐλουστράρησα: λουστραρίζω), που συνέπιπτε με τον αόρ. -ισα ρημάτων με ενεστ. σε -ίζω].