λουστραρίζω

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

λουστράρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του λουστράρω, σχηματισμένος από τον αόρ. ἐλουστράρησα (πρβλ. λουστράρω, ἐλουστράρησα: λουστραρίζω), που συνέπιπτε με τον αόρ. -ισα ρημάτων με ενεστ. σε -ίζω].