πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
κάνω κάτι στιλπνό επαλείφοντας το με λούστρο, στιλβώνω, γυαλίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustrare «γυαλίζω, στιλβώνω»].