μαζώ

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442

Greek Monolingual

μαζῶ, -άω (Α)
1. ζυμώνω κριθαρένια ψωμιά ή πίτες από κριθαρένιο αλεύρι
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μαζῶντες
τρυφῶντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα (πρβλ. κριθάω)].