μαζώ

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

Greek Monolingual

μαζῶ, -άω (Α)
1. ζυμώνω κριθαρένια ψωμιά ή πίτες από κριθαρένιο αλεύρι
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μαζῶντες
τρυφῶντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα (πρβλ. κριθάω)].