κριθάω

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑθάω Medium diacritics: κριθάω Low diacritics: κριθάω Capitals: ΚΡΙΘΑΩ
Transliteration A: kritháō Transliteration B: krithaō Transliteration C: krithao Beta Code: kriqa/w

English (LSJ)

of a horse, to be barley-fed, wax wanton, κριθῶν πῶλος A.Ag.1641; κριθώσης ὄνου S.Fr.876.

German (Pape)

[Seite 1508] = κριθιάω, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

κριθῶ :
seul. part. prés;
c.
κριθιάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κριθάω [κριθή] gerst eten.

Russian (Dvoretsky)

κρῑθάω: (о лошади) объедаться ячменем, т. е. беситься от сытости (κριθῶν πῶλος Aesch.).

Greek Monotonic

κρῑθάω: λέγεται για άλογο, ταΐζομαι με κριθάρι, γίνομαι σφριγηλός από την τροφή, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθάω: ἐπὶ ἵππου, τρέφομαι διὰ κριθῆς πολλῆς, σφριγῶ ἐκ τῆς πολλῆς τροφῆς, κριθῶντα πῶλον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1641· κριθώσης ὄνου Σοφοκλ. παρὰ Πολυδ. Ζϳ, 24, πρβλ. κριθιάω, ἀκοστάω, καὶ ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 80.

Middle Liddell

κρῑθάω,
of a horse, to be barley-fed, to wax wanton, Aesch. [from κρῑθη]