ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
οαυτός που διαρκώς πίνει και μεθάει, μέθυσος, μπεκρής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθη + -κόπος].