μεριμνηματικός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 134] die Sorgen betreffend, Artemidor. 1, 6, zw.
Greek (Liddell-Scott)
μεριμνηματικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ μερίμνης προξενούμενος, ὀνείρατα Ἀρτεμίδ. 1. 6.
Greek Monolingual
μεριμνηματικός, -ή, -όν (Α) μερίμνημα
1. αυτός που προκαλεί μέριμνα, ανησυχία
2. αυτός που προκαλείται από μέριμνες, που οφείλεται σε μέριμνες («μεριμνηματικὰ ὄνειρα», Αρτεμίδ.).