μεριμνηματικός

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

German (Pape)

[Seite 134] die Sorgen betreffend, Artemidor. 1, 6, zw.

Greek (Liddell-Scott)

μεριμνηματικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ μερίμνης προξενούμενος, ὀνείρατα Ἀρτεμίδ. 1. 6.

Greek Monolingual

μεριμνηματικός, -ή, -όν (Α) μερίμνημα
1. αυτός που προκαλεί μέριμνα, ανησυχία
2. αυτός που προκαλείται από μέριμνες, που οφείλεται σε μέριμνες («μεριμνηματικὰ ὄνειρα», Αρτεμίδ.).