μεταξάς

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

ο, θηλ. μεταξού μετάξι
1. τεχνίτης ή βιομήχανος ο οποίος ασχολείται με την κατεργασία της μέταξας, μεταξουργός
2. έμπορος μέταξας
3. ιδιοκτήτης μεταξουργείου.