μεταξάς
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Greek Monolingual
ο, θηλ. μεταξού μετάξι
1. τεχνίτης ή βιομήχανος ο οποίος ασχολείται με την κατεργασία της μέταξας, μεταξουργός
2. έμπορος μέταξας
3. ιδιοκτήτης μεταξουργείου.