ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
-ή, -ό μήνιγξ(ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήνιγγα ή στις μήνιγγες (α. «μηνιγγικές αύλακες» β. «μηνιγγική αρτηρία»)γ. «μηνιγγικό σύνδρομο»).