μηχανογράφηση
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
Greek Monolingual
η
(οργαν. επιχειρ.) η μέθοδος διαλογής ή σύνταξης διοικητικών, λογιστικών, βιομηχανικών ή εμπορικών εγγράφων, η οποία βασίζεται στη χρήση τών λογιστικών μηχανών, τών ηλεκτρονικών υπολογιστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανογραφώ, κατά το σχήμα χαρτογραφώ: χαρτογράφηση].