γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
μικραῡλαξ, ὁ και ἡ (Α)(για αγρό) αυτός που έχει μικρά αυλάκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + αὖλαξ, -ακος].