μορμολύκη

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορμολύκη Medium diacritics: μορμολύκη Low diacritics: μορμολύκη Capitals: ΜΟΡΜΟΛΥΚΗ
Transliteration A: mormolýkē Transliteration B: mormolykē Transliteration C: mormolyki Beta Code: mormolu/kh

English (LSJ)

Dor. μορμο-λύκα [ῠ], ἡ, = foreg. 1, Sophr. 9, Str.1.2.8:—also μορμο-λῠκία, ἡ, Philostr.VA4.25 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 207] ὴ, = Vorigem, Strab. 1, 2, 8.

Greek Monolingual

η (Α μορμολύκη και δωρ. τ. μορμολύκα)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας carabidae
αρχ.
μορμολύκειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. μορμολύττομαι].