Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
[Seite 217] äol. statt μωμάομαι, VLL.
μυμᾰρίζω: Αἰολ. ἀντὶ μωμάομαι, «μυμαρίζει· γελοιάζει» Ἡσύχ.
μυμαρίζω (Α) μύμαρ
(αιολ. τ.) μωμώμαι.