μυμαρίζω

From LSJ
Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

German (Pape)

[Seite 217] äol. statt μωμάομαι, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μυμᾰρίζω: Αἰολ. ἀντὶ μωμάομαι, «μυμαρίζει· γελοιάζει» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυμαρίζω (Α) μύμαρ
(αιολ. τ.) μωμώμαι.