νεουργία

From LSJ
Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek (Liddell-Scott)

νεουργία: ἡ, τὸ νεουργές, Εὐσέβ. ΙΙ, 1468Α.

Greek Monolingual

νεουργία, ἡ (ΑΜ) νεουργός (Ι)]
επεξεργασία ή κατασκευή που έγινε πρόσφατα
αρχ.
ανανέωση, ανακαίνιση.