ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
-ή, -ό (Μ μουντός, -ή, -όν) θολός, θαμπός, σκοτεινός, σκουρόχρωμος («ο καιρός είναι μουντός σήμερα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μυνδός «άφωνος, άλαλος», ενώ κατ' άλλη άποψη < σλαβ. monĭtŭ «σκοτεινός, θολός»].